-
1 крем
крем м 1) (кушанье) η κρέμα 2) (для обуви) η μπογιά· το βερνίκι, το λούστρο 3) (для лица) το γαλάκτωμα, η κρέμα* * *м1) ( кушанье) η κρέμα2) ( для обуви) η μπογιά; το βερνίκι, το λούστρο3) ( для лица) το γαλάκτωμα, η κρέμα -
2 дегра
кож. το γαλάκτωμα του δέρματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дегра
-
3 деэмульгирование
η διάσπαση του γαλακτώματος (πετρελαίου, λαδιού)η απογα-λακτωματοποίηση-ть διασπώ το γαλάκτωμα (πετρελαίου, λαδιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деэмульгирование
-
4 молоко
1. (жидкость, выделяемая грудными железами женщин и самок млекопитающих) το γάλα- σε σκόνη2. (беловатый раствор каких-л. веществ) το γαλάκτωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > молоко
-
5 эмульсия
1. (смесь двух нерастворимых одна в другой жидкостей) το γαλάκτωμαмасляная - λαδιού/ελαίου2. (желатиновый раствор) το επίχρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эмульсия
-
6 эмульсия
эмульсияж τό γαλάκτωμα. -
7 эмульсия
[ιμούλ'σιγια] ουσ. θ. γαλάκτωμα -
8 эмульсия
[ιμούλ'σιγια] ουσ θ γαλάκτωμα -
9 молоки
-лок πλθ. (ενκ. молока -и θ.) γονή ψαριών, γαλάκτωμα. -
10 эмульгатор
-а α.το γαλάκτωμα (χημ. ουσία). -
11 эмульгирование
-я ουδ.γαλακτοποίηση, η μετατροπή σε γαλάκτωμα. || γαλάκτωση. -
12 эмульсия
-и θ.1. γαλάκτωμα.2. το επίχρισμα του φωτογραφικού χαρτιού.
См. также в других словарях:
γαλάκτωμα — Ειδικός τύπος διασποράς ενός υγρού σε ένα άλλο, στο οποίο είναι πρακτικά αδιάλυτο. Το διασπειρόμενο υγρό, που πρέπει να είναι πάντοτε σε μικρότερη ποσότητα, χωρίζεται σε λεπτότατα σταγονίδια· κι αυτό γιατί η τάση που ενεργεί στις επιφάνειες… … Dictionary of Greek
γαλάκτωμα — το καλλυντικό που το χρησιμοποιούν οι γυναίκες, για να καθαρίζουν το πρόσωπο από το μακιγιάζ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
φωτογαλάκτωμα — το, Ν φυσ. χημ. το φωτογραφικό γαλάκτωμα, που αποτελείται από λεπτότατα στρώματα φωτοευαίσθητων ουσιών, αποτεθειμένα πάνω σε κατάλληλο υπόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γαλάκτωμα] … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek
αθασόγαλο — το εκχύλισμα, γαλάκτωμα αμυγδάλων, σουμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθάσι + γάλα] … Dictionary of Greek
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
ασβεστόγαλα — το 1. γαλάκτωμα ασβέστου 2. το υδροξείδιο του ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + γάλα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek